Μέγα Δουκάτο

Μέγα Δουκάτο
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 415 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, σε απόσταση 8 χλμ. ΝΔ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέου Σιδηροχωρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δουκάτο — Περιοχή ή χώρα που διοικείται από δούκα. Αρχικά ο δούκας ήταν στρατιωτικός ηγέτης και δεν είχε οργανική σχέση με την περιοχή που διοικούσε. Ο όρος δ. εμφανίστηκε στις αρχές του 7ου αι. για να χαρακτηρίσει τη μεγάλη εδαφική περιοχή που κατείχε ο… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος Αύγουστος — (1757 – 1828). Δούκας (1775 1815) και αρχιδούκας (1815 28) της Βαϊμάρης. Πολέμησε στο Βαλμί και στη διάρκεια της ηγεμονίας του υπήρξε προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Συνδέθηκε φιλικά με τον Γκέτε, όταν ο τελευταίος εγκαταστάθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Ντρόιζεν, Γιόχαν Γκούσταφ — (Johann Gustav Droysen, Τρέπτοβ, Πομερανία 1808 – Βερολίνο 1884). Γερμανός ιστορικός, θεμελιωτής της λεγόμενης πρωσικής ιστορικής σχολής. Υπήρξε μαθητής του Χέγκελ –του οποίου αποδέχτηκε τη θεωρία περί κράτους– και του Άουγκουστ Μπεκ, διετέλεσε,… …   Dictionary of Greek

  • Τοσκάνη — Περιοχή της κεντρικής Ιταλίας (22.992 τ. χλμ., 3.562.517 κάτ.). Αποτελείται από τις επαρχίες Φλωρεντίας, Μάσα Καρέρα, Αρέτσο, Γκροσέτο, Λιβόρνο, Λούκας, Πίζας, Πιστόιας και Σιένας. Διασχίζεται από τους ποταμούς Άρνο, Ομβρόνε, Τίβερι και Τσεσίνα… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βυρτεμβέργη — (Württemberg). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νότιας Γερμανίας και παλαιότερα ανεξάρτητο κρατίδιο (έδρα των Σουήβων), τμήμα του σημερινού ομόσπονδου κράτους Μπάντεν Βίρτεμπεργκ. Κατά τον 1o αι. έγινε αποικία των Ρωμαίων και αργότερα δέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”